ζωοτροφικός

ζωοτροφικός
η , ό[ν] животноводческий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ζωοτροφικός" в других словарях:

  • ζωοτροφικός — (I) ή, ό [ζωοτροφία (Ι)] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ζωοτροφία (Ι) 2. αυτός που περιέχει θρεπτικές ουσίες. (II) ή, ό (AM ζῳοτροφικός, ή, όν) [ζωοτροφία (ΙΙ)] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ζωοτροφία (ΙΙ), κατάλληλος για τη ζωοτροφία… …   Dictionary of Greek

  • ζωοτροφικός — ή, ό κτηνοτροφικός: Ζωοτροφικές εγκαταστάσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζῳοτροφικοῦ — ζῳοτροφικός connected with the feeding of animals masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζῳοτροφικῆς — ζῳοτροφικός connected with the feeding of animals fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζῳοτροφική — ζῳοτροφικός connected with the feeding of animals fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԿԵՆԴԱՆԱՍՈՒՆ — ( ) NBH 1 1086 Chronological Sequence: 6c ա. ζωοτρόφος, ζωοτροφικός ad alenda animalia accommodatus. Սնուցանելով պահօղ ʼի կենդանութեան. Բուծանօղ. սննդարար. *Մարմին՝ կենդանասուն օդով միշտ յղփացեալ, եւ զսա ծծելով. Փիլ. նխ. ՟ա …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»